νικύρτας

νικύρτας
νικύρτας (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «δουλέκδουλος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για δάνεια λ. ασιατικής προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”